- δύσλεκτος
- -η, -ο (Α δύσλεκτος, -ον)νεοελλ.αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεταιαρχ.εκείνος που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσλέκτους — δύσλεκτος hard to tell masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσλεκτα — δύσλεκτος hard to tell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)